- νόηση
- η1. αντίληψη με το νου, ενέργεια του νου.2. η ικανότητα να καταλαβαίνει κανείς με το νου.3. νους, διάνοια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νόηση — η (ΑΜ νόησις, Α συνηρ. τ. νῶσις) [νοώ] 1. η ενέργεια τού νοείν, η σύλληψη διά τού νου, το σκέπτεσθαι, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι 2. η ικανότητα και η διαδικασία τής δημιουργίας εννοιών και κρίσεων και η συσχέτισή τους διά τής λογικής… … Dictionary of Greek
νοήσῃ — νοήσηι , νόησις intelligence fem dat sg (epic) νοέω Excerpta e libris Herodiani aor subj mid 2nd sg νοέω Excerpta e libris Herodiani aor subj act 3rd sg νοέω Excerpta e libris Herodiani fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… … Dictionary of Greek
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
αντιορθολογισμός — Άρνηση της ισχύος της λογικής, δυσπιστία στην ικανότητά της να μας δώσει μια έγκυρη γνώση της πραγματικότητας. Σε αντίθεση όμως προς τον σκεπτικισμό, o α. αρνείται αυτές τις ικανότητες στη λογική και στη νόηση, μόνο και μόνο για να μπορέσει να… … Dictionary of Greek
βολονταρισμός — Η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η βούληση κατέχει τα πρωτεία σε σχέση με άλλες ανθρώπινες λειτουργίες, όπως η νόηση (ταυτόσημοι είναι και οι όροι βουλησιαρχία και βουλησιοκρατία). Αφορά τους τομείς της μεταφυσικής, της ψυχολογίας και της ηθικής.… … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek
νοήσηι — νόησις intelligence fem dat sg (epic) νοήσῃ , νοέω Excerpta e libris Herodiani aor subj mid 2nd sg νοήσῃ , νοέω Excerpta e libris Herodiani aor subj act 3rd sg νοήσῃ , νοέω Excerpta e libris Herodiani fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπειρισμός — Φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι πηγή κάθε γνώσης και κριτήριο της αλήθειας είναι η εμπειρία και τα άμεσα δεδομένα της, ενώ απορρίπτει την ιδέα ότι η γνώση μπορεί να καθοριστεί με αφετηρία την ανάλυση των λογικών κατηγοριών και μόνο. Έτσι,… … Dictionary of Greek
ιρασιοναλισμός — και ιρρασιοναλισμός, ο (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος, η νόηση έχει δευτερεύουσα μόνο σημασία για τη γνώση, γιατί δεν μπορεί να γνωρίσει, τουλάχιστον εντελώς, τη νομοτέλεια, τις ουσιαστικές ιδιότητες και τις αιτιακές σχέσεις… … Dictionary of Greek